ανεκπαίδευτος

ανεκπαίδευτος
η , ο [ος , ον ]
1) необученный; 2) необразованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανεκπαίδευτος" в других словарях:

  • ανεκπαίδευτος — η, ο εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο] …   Dictionary of Greek

  • ασπούδαστος — ασπούδαστος, η, ο και ασπούδαχτος, η, ο αυτός που δε σπούδασε κανονικά, ο ανεκπαίδευτος: Ασπούδαχτος αυτός, έβαζε κάτω σπουδαγμένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»